- υπερθυρεοειδισμός
- (Ιατρ.). Ονομάζεται και «εξώφθαλμη βρογχοκήλη» ή «διάχυτη τοξική βροχγοκήλη» και οφείλεται σε μια υπερέκκριση ορμονών του θυρεοειδούς που είναι μερικά τοξικές. Η έναρξη της ασθένειας είναι ύπουλη. Τα αρχικά συμπτώματα αντιπροσωπεύονται γενικά από ταχυπαλμία, νευρικότητα, ευερεθιστότητα, ευσυγκινησία, προοδευτικό αδυνάτισμα (παρόλο που η όρεξη και η διατροφή είναι κανονικές). Αργότερα εμφανίζονται και πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα, όπως ο εξώφθαλμος (προεξοχή των βολβών των οφθαλμών), η βρογχοκήλη (διόγκωση του θυρεοειδούς), οι τρεμούλες, ιδίως στα χέρια, δέκατα, εύκολες εφιδρώσεις, διαταρχές της έμμηνης ρύσης στη γυναίκα, οι διάρροιες, η καταβολή και η μυϊκή αδυναμία. Ο υ. παρουσιάζεται πιο συχνά στη γυναίκα παρά στον άντρα και πολλές φορές συμπίπτει μ’ έναν από τους σταθμούς της αναπαραγωγικής ζωής της γυναίκας: ήβη, εγκυμοσύνη, εμμηνόπαυση. Οι ειδικοί παραδέχονται, γενικά, ότι υπάρχει μια οικογενειακή κληρονομική προδιάθεση. Η ασθένεια εκδηλώνεται συχνά κάτω από την πίεση ενός έντονου συγκινησιακού παράγοντα και επιδεινώνεται από την ύπαρξη νευροψυχικών παραγόντων. Η πρόληψη της ασθένειας πρέπει να προσανατολιστεί προς αυτά τα σημεία, που φαίνεται ότι διευκολύνουν την εμφάνιση της ασθένειας. Η βασική θεραπεία, ανάλογα βέβαια με την ηλικία, είναι η χειρουργική, με την αφαίρεση ενός τμήματος του αδένα. Η φαρμακευτική θεραπεία (αντιθυρεοειδικά κλπ. συνθετικά φάρμακα) είναι μόνο για ελαφρές περιπτώσεις.
* * *ο, Νιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αυξημένη έκκριση τού θυρεοειδούς αδένα, συνοδευόμενη συνήθως με υπερτροφία τού οργάνου αυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperthyreoidisme (< υπερ-* + θυρεοειδής + κατάλ. -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.